αναπτυχος

αναπτυχος
    ἀνάπτύχος
    2
    Arst. = ἀνάπτυκτος

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αναπτυχος" в других словарях:

  • ανάπτυχος — ἀνάπτυχος, ον (Α) ο ανάπτυκτος* …   Dictionary of Greek

  • αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… …   Dictionary of Greek

  • άπτυχοι — Όρος που χρησιμοποιείται για τα ασβεστολιθικά ή κερατοασβεστολιθικά εξαρτήματα σε σχήμα θυρίδων, που συνυπάρχουν με τους αμμωνίτες μέσα σε μεσοζωικά ιζήματα, αλλά και μεμονωμένοι. Οι θυρίδες, λείες ή με ποικίλματα, πρέπει να είχαν έναν ελαστικό… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»